- δίκροτα
- δίκροτοςdouble-beatingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίκροτ' — δίκροτα , δίκροτος double beating neut nom/voc/acc pl δίκροτε , δίκροτος double beating masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NAVIS — I. NAVIS cuius inventum suerit, diximus supra. Longam primus Iason exstruxisse dicitur, circa Pelium montem, et magnitudine et reliquô apparatu consuetum eô tempore modum excedentem, quod illius aetatis homines ratibus fere et parvis acatiis vehi … Hofmann J. Lexicon universale
φρεγάτα — Τύπος ελαφρού πολεμικού πλοίου με 3 όρθια κατάρτια και πλήρη εξάρτηση δρόμωνα. Στα μέσα του 17ου αι. ως φ. αναφέρονταν μικρά σκάφη, που χρησιμοποιούνταν ως ανιχνευτικά, με λίγα οπλισμένα πυροβόλα. Βαθμιαία όμως μεγάλωναν και οι διαστάσεις της φ … Dictionary of Greek
βατσέλο ή βασέλο — (ιταλ. bascello). Κοινή ονομασία που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί κατά τον 18o και 19o αι. για τα κατάφρακτα πλοία, δηλαδή τα δίκροτα και τα τρίκροτα. β. δελίνι (ιταλ. bascello de linea). Έτσι ονομαζόταν το μεγάλο πολεμικό πλοίο της γραμμής. β.… … Dictionary of Greek
Βιλνέβ, Πιερ ντε- — (Pierre de Villeneuve,1763 – 1806).Γάλλος ναύαρχος. Υποναύαρχος από το 1793, διασώθηκε με δύο δίκροτα και δύο φρεγάτες από την καταστροφή του Αμπουκίρ (1798). Εκτιμώντας τις ικανότητές του, ο Ναπολέοντας τον προβίβασε σε αντιναύαρχο και του… … Dictionary of Greek